Μαζί της μοιράζομαι περισσότερα από 30 χρόνια ζωής, ξέρω κάθε ήχο κάθε κλικ, κάθε τσικ, ή ότι άλλο διάολο μπορεί να ακουστεί από αυτό το "κορμί" που συνεχίζει να με σαγηνεύει και να με εμπνέει να κάνω πράματα μαζί της. Ο ορισμός του απόλυτου έρωτα.
Κείμενο-φωτογραφίες: Κώστας Κατσίγιαννης
Από την στιγμή που μπήκε στο πρόγραμμα το ταξίδι στη Ελβετία και την Αυστρία, άρχισα να κρατώ σημειώσεις για κάθε λεπτομέρεια που τυχόν χρειάζεται, αλλά της μηχανής. Δεν ξεχνώ την ηλικία της (αντίθετα με τις δικές μας) και αυτό σημαίνει άψογη συντήρηση αλλά και εύρεση τυχόν ανταλλακτικών. Αυτά τα τελευταία όμως υπάρχει πλέον ο φόβος να μη τα βρεις την στιγμή που τα χρειάζεσαι. Άρα το ψάξιμο άρχισε νωρίς, περίπου 3 μήνες πριν την αναχώρηση προς τις αγαπημένες Ελβετικές και Αυστριακές Άλπεις.
Το 90% των εργασιών πάνω της, τις κάνω εγώ, τις υπόλοιπες ένα φιλικό συνεργείο με τον "μάστορα" να έχει μεγαλώσει με αυτά τα μοντέλα και η άποψη του Νικήτα στ΄ αυτιά μου ακούγεται σαν να έχω πάει σε γκουρού των Ιμαλαΐων.
Έτσι στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού και μια εβδομάδα πριν την αναχώρηση, είναι όλα διπλοτσεκαρισμένα. Κι όμως τρεις ημέρες πριν το ραντεβού με το πλοίο της Πάτρας, μερικές σταγόνες στο πίσω εσωτερικό φτερό με έκαναν να απορήσω και καθώς δεν είχα συναντήσει νερά, με έκανε ν’ αρχίσω το ξεμοντάρισμα. Ένα σκίσιμο στο σωληνάκι 3 εκατοστών που συνέδεε το ποτηράκι υγρών με την πίσω τρόμπα του φρένου ήταν ο ένοχος. Άμεση αλλαγή (πλέον ανάλογα ανταλλακτικά υπάρχουν μόνιμα στη "ντουλάπα της") και ok, οριακά τη γλυτώσαμε την ταλαιπωρία.
Αφού φορτώθηκαν με πολλή προσοχή οι αποσκευές προσπαθούσα να καταλάβω γιατί είναι τόσες πολλές. "Απλά", εξοπλισμός κάμπινγκ, συν δύο αλουμινένια σκαμπουδάκια, ρούχα για 20 ημέρες, ισοθερμικά, διπλά γάντια, αδιάβροχα, κάποια εργαλεία, μπόλικος φωτογραφικός εξοπλισμός, αλλά και κάποια πράγματα για την πεζοπορία που υπολογίζαμε να κάνουμε κοντά στα 3.000 μέτρα, μας έκαναν σύνολο 72 κιλά.
Για ακόμα μία φορά άρχισα να ανησυχώ για την αντοχή της σκάρας αλλά κυρίως του υποπλαισίου καθώς θα ταξιδεύαμε σαν "τρικάβαλοι". Λογικό η διαδρομή προς την Πάτρα να είχε αποκτήσει τον χαρακτήρα της προσαρμογής, καθώς ακόμα και τα πανίσχυρα φρένα της λόγω του βάρους, ήταν "αλλιώς". Μόνο ο κινητήρας έδειχνε ότι "δεν τρέχει τίποτα".
Ευρώπη με καθυστέρηση
Για μια ακόμα φορά οι Ελληνικές υπηρεσίες έκαναν το θαύμα τους και τελικά στην Ανκόνα φτάσαμε με 4 ώρες καθυστέρηση. Έτσι χάσαμε τον σημερινό μας στόχο που ήταν βόρεια Ιταλία κοντά στα Ελβετικά σύνορα. Προσαρμογή του σχεδίου και πάμε όσο έχει φως. Τελικά προλάβαμε μετά από 230 χλμ. να φτάσουμε έως την Μπολόνια.
Η διανυκτέρευση έγινε σε ξενοδοχείο, αφού όμως ελέγξαμε ενδελεχώς τις παροχές ασφάλειας της καλής μας, ενώ η γνωριμία μας με τον χώρο τελικά έμελλε στο μέλλον να παίξει σημαντικό ρόλο στη περιήγησή μας. Η επομένη, έχοντας αποβάλει την κούραση του πλοίου, μας βρήκε ξεκούραστους και ορεξάτους για μεγάλες αποστάσεις.
Σύντομα περάσαμε έξω από το Μιλάνο, ενώ όπου μου το επέτρεπαν οι ταχύτητες και οι συνθήκες, έκανα μαθήματα οδηγικής παιδείας στη Νάνσυ τονίζοντας το πόσο ασφαλής ένιωθα στους Ιταλικούς δρόμους.
Η Suzuki γουργούριζε μεταξύ 4 και 6 χιλιάδων στροφών που αντιστοιχούν στα 140 έως 160 χιλιόμετρα περίπου, έχοντας τεράστια αποθέματα ροπής και ισχύος, ενώ πλέον είχα συνηθίσει και τις νέες αποστάσεις φρεναρίσματος που μας είχε καθορίσει το βάρος.
Κατάπινε άνετα τις ευθείες ενώ στις παρατεταμένες στροφές χωρίς να χρειάζεται να κλείνω το γκάζι έγερνε μεγαλόπρεπα αποπνέοντας ασφάλεια σε υπερθετικό βαθμό. Αυτά είναι τα καλά των μεγάλων μοτοσυκλετών: "Χασμουριόνται" στα 160, και με ένα χάιδεμα του γκαζιού φτάνουν τα 200 χλμ. δίνοντας την εντύπωση ότι και πάλι λίγα είναι, ενώ τα φρένα και το πλαίσιο σου θυμίζουν ότι είναι πάντα εκεί.
Για όσους δεν ξέρουν και απορούν, είναι σαν να ταξιδεύατε με ένα τετρακίνητο αυτοκίνητο που έχει τουλάχιστον 400-500 άλογα στο καπό του, πως θα σας φαινόταν;
Επιτέλους Ελβετία
Η είσοδός μας στη χώρα "παραδοσιακά" γίνεται από γνωστή μας ορεινή διαδρομή περνώντας έξω από το χωριό Ντομοντόσσολα (Domodossola), η οποία οδηγεί μέσα από ψηλά βουνά στην αγαπημένη μας, αλλά άσημη πόλη Μπρίγκ. Σύντομα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε με τον ορίζοντα από όλες τις πλευρές να πνίγεται από πυκνά ελατοδάση. Συχνά ξεπεταγόντουσαν ορμητικά ποτάμια και μικρά, σχεδόν έρημα χωριά, μέχρι που φτάσαμε στη κορυφή του περάσματος Σίμπλον (Simplon pass 2010m.).
Μικρή ανάσα να ρουφήξουμε το τοπίο καθώς παγετώνες σκέπαζαν κάποιες κορυφές, αλλά σύντομα τα δυνατά μπουμπουνητά μαρτυρούσαν ότι ερχόταν καταιγίδα. Αδιάβροχα και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε με το φως να δίνει γοργά τη θέση του στο σκοτάδι. Στην έντονη κατηφόρα του δρόμου, ευτυχώς η "άγρια" άσφαλτος ενέπνεε σιγουριά με τη μηχανή να είναι απόλυτα υπάκουη χωρίς έστω ένα συνηθισμένο από τους Ελληνικούς δρόμους, γλίστρημα ή κάποια ασάφεια.
Οι κεραυνοί μας ακολουθούσαν σε όλη την ορεινή διαδρομή, ενώ φτάνοντας στα 650 υψόμετρο του Μπρίγκ συνειδητοποιήσαμε από τους σχεδόν πλημμυρισμένους δρόμους της πόλης ότι το μέγεθος του νερού που συνέχιζε να ρίχνει, ήταν πάρα πολύ. Δύο ξενοδοχεία για διάφορους λόγους δεν μας δέχτηκαν, (κάποιοι μάλλον αγριεύτηκαν έτσι όπως μας είδαν με τα αδιάβροχα βραδιάτικα), και έτσι, την ύστατη στιγμή λίγο πριν κλείσει, φτάσαμε στη πύλη ενός κάμπινγκ.
Η Νάνσυ τόση ώρα μίλαγε για τους κεραυνούς που έσκαγαν γύρω μας, αλλά όχι για το σακάκι του αδιάβροχου που τη χειρότερη στιγμή μας έδειξε ότι είχε πολυμεριστεί και την είχε κάνει μούσκεμα. Έτσι σε ένα μικρό διάλειμμα της καταιγίδας σε χρόνο dt έστησα τη σκηνή και την βοήθησα να αλλάξει.
Στα μονοπάτια του Ζερμάττ και του Κόρνεγκραντ
Οι επόμενες μέρες καταναλώθηκαν με εκδρομές στη περιοχή. Από τις αγαπημένες μας διαδρομές ήταν αυτή προς το Ζερμάττ αλλά και προς το Κόρνεγκραντ στα 3100μ. περίπου όπου διασχίσαμε με τα πόδια τις εκεί εκπληκτικές πεζοπορικές διαδρομές, έχοντας σαν θέα τους παγετώνες που έφταναν μέχρι τα σύνορα της Ιταλίας και την οροσειρά της Μόντε Ρόζα (4.634μ), αλλά κυρίως το αγαπημένο βουνό όλων των ορειβατών του κόσμου, το θρυλικό Μάττερχορν (4.478μ)!
Κάποια στιγμή καθώς στριφογυρίζαμε στις στενές ανηφόρες προς το Ζερμάττ, με ένα λαμπερό ήλιο να λούζει τα πάντα, ένα αυτοκίνητο από την απέναντι πλευρά αφού μας αναβόσβησε τα φώτα, χάθηκε σε μια ακόμα στροφή πίσω μας. "Ο Παναγιώτης", αναφώνησα μέσα στο κράνος και ταυτόχρονα απότομα φρένα.
Με την πρώτη ευκαιρία λόγω κίνησης (κι όμως), έκανα αναστροφή. Όντως 200 μέτρα πιο κάτω σε ένα υποτυπώδες πάρκινγκ μας περίμεναν φίλοι μας από την Αθήνα, ο Παναγιώτης και η Μαρία για τους οποίους γνωρίζαμε ότι κι αυτοί, αυτές τις ημέρες κάπου εδώ πάνω κυκλοφορούσαν με το νοικιασμένο από το Μιλάνο αυτοκίνητό τους. "Μα πως τους γνώρισες με τα κράνη" αναρωτήθηκε η Μαρία, "γνώρισα το διφάναρο μηχανάκι" ήταν η απάντηση.
Αργά το απόγευμα κατά την επιστροφή μας από το Ζερμάττ προς την ασφάλεια της σκηνής μας στο Μπρίγκ κι ενώ βρισκόμαστε περίπου στα 1600 υψόμετρο, μας χτυπά απότομα κύμα ζέστης στους 38 βαθμούς! Κοίταξα απορημένος τα γύρω βουνά με τις χιονισμένες κορυφές και τότε συνειδητοποίησα ότι κάποιες από αυτές ήδη καλύπτονταν από βαριά σύννεφα, ενώ και η νύχτα έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της.
Η μία έκπληξη μετά την άλλη, αλλά μετεωρολογικά υπάρχει δυστυχώς για εμάς, μια λογική. Ένα καύσωνα σχεδόν πάντα τον ακολουθεί καταιγίδα, ακόμα και στις Ελβετικές Άλπεις. Κι έτσι ενώ ακόμα δεν είχαμε κατέβει από τα βουνά, ξέσπασε επάνω μας όλη η μανία της φύσης. Αέρας και τόσο νερό που τα μεγάλα φώτα έκαναν ακόμα χειρότερη την ορατότητα!
Εν μέσω καταιγίδας
Η νύχτα έγινε εφιαλτική καθώς στους έρημους ορεινούς δρόμους είχαμε την εντύπωση πως μόνο εμείς κυκλοφορούσαμε. Ψυχολογικά μας έσωνε η άγρια άσφαλτος καθώς νιώθαμε απόλυτα σταθερή τη μηχανή, αλλά δεν έβλεπα καθόλου προς τα που κατευθυνόταν ο δρόμος με τις ταχύτητες να είναι δραματικά χαμηλές καθώς δεν ξεπέρναγα πουθενά τα 40 με 50 χιλιόμετρα. Μάλιστα κάποια στιγμή μια ευμεγέθης πλατιά πέτρα έσκασε λίγα μέτρα μπροστά μας δίνοντας ακόμα πιο δραματικό τόνο στην οδήγηση καθώς ο στενός κατηφορικός δρόμος δεν μου άφηνε πολλά περιθώρια ελιγμών.
Η κακή έως ανύπαρκτη σηματοδότηση και ο ελάχιστος φωτισμός, έκαναν πάρα πολύ επικίνδυνη την οδήγηση, θυμίζοντάς μου κάτι ανάλογο στη Νορβηγία. Αλλά διάολε, βρισκόμαστε στη καρδιά της Ευρώπης και όχι στον Αρκτικό Κύκλο. Όμως τέτοιες στιγμές, πάντα χτυπά ο "εσωτερικός συναγερμός" που λέει ότι ο στόχος είναι να φτάσεις, κι ας πηγαίνεις τόσο αργά που δεν το πιστεύεις. Κι αυτό έγινε, με το νέο αδιάβροχο της Νάνσυς να αποδεικνύεται καλή αγορά.
Όταν μετά από λίγες ημέρες ήρθε η ώρα να αφήσουμε την περιοχή και το Μπρίγκ, ακολουθήσαμε την διαδρομή προς το Ιντερλάκεν. Σε κάποια διακλάδωση το gps, για άγνωστο λόγο με οδήγησε αλλού. "Ωραία" σκέφθηκα, όταν το αντιλήφθηκα, "θα δούμε και άλλα μέρη που δεν θα βλέπαμε". Μετά όμως από μια απίστευτα ανηφορική, στριφτερή διαδρομή, όπου τα φρένα και η ροπή της μηχανής δούλευαν υπερωρίες, βρεθήκαμε σε αδιέξοδο με τον δρόμο να κάνει κύκλο και να επιστρέφει πάλι σε ένα σημείο 15 χιλιόμετρα πίσω.
Η θέα με τις αιχμηρές κορυφές και τα δύο χωριουδάκια που μόλις είχαμε προσπεράσει, θα μπορούσε να ήταν τέλεια (που ήταν), αλλά είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως τα 80 ορεινά χιλιόμετρα περίπου της παράκαμψης, τα κάναμε άδικα και μας περίμεναν ακόμα άλλα τόσα για τον προορισμό μας. Ευτυχώς τελικά σε αυτό το σημείο, των 15 χιλιομέτρων της επιστροφής, κρυβόταν ένα Ελβετικό μυστικό. Τρένο.
Βαγόνι για τις μηχανές και πλατφόρμες για τα 100 περίπου αυτοκίνητα τα οποία μέσα από τούνελ σε μισή ώρα μας πήγαν 40 περίπου χιλιόμετρα πριν το Ιντερλάκεν.
Η μηχανή ξανά στο δρόμο με τις ταχύτητες όμως να είναι τόσο μικρές, που εξηγούσα στη Νάνσυ να μη φοβάται για κάποια βηξίματα της μηχανής. Απλά βαριόμουν κάποιες φορές να κατεβάσω κι άλλη ταχύτητα για τα 30-50 χλμ. που όριζε ο νόμος. Κι εκεί δεν παίζουν καθόλου με αυτά.
Ο τελικός προορισμός μας ήταν ένα θαύμα της φύσης. Η κοιλάδα Λαουτερμπρούνεν με το ομώνυμο χωριό και τους 72 καταρράκτες της, στους οποίους οφείλει και το όνομα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να αντισταθεί στην οικεία ατμόσφαιρα των χωριών της, στη μαγεία που αναδύουν οι κορυφές του Ειγκερ (3.967μ.), του Μονχ (4.110μ.) και του Γιονγκφράου (4.158μ.), που την περικλείουν σχηματίζοντας τόσους καταρράκτες.
Οι 4 ημέρες που ξυπνάγαμε πολύ πρωί για φωτογράφιση, πεζοπορία, επίσκεψη σε ξύλινα ολάνθιστα χωριά, διασχίζοντας καταπράσινα λιβάδια που τα διέσχιζαν παγετωνικά ποτάμια, αλλά και με τους καταρράκτες σε κάποιες περιπτώσεις να μας λούζουν, πέρασαν εξαιρετικά γρήγορα.
Ξανά φόρτωμα και εγκάρδιες αγκαλιές με τους ιδιοκτήτες του κάμπινγκ, που για Ελβετοί ήταν ιδιαίτερα εγκάρδιοι, ενώ ο Πολ από τη Γαλλία πήρε επιτέλους χαμπάρι ότι έπρεπε να φύγουμε και σταμάτησε να μας μιλά με ενθουσιασμό για την μηχανή μας.
Ξύνοντας στα ορεινά περάσματα
Το αρχικό σχέδιο έλεγε για 2-3 ημέρες στις Δολομιτικές Άλπεις (βόρεια Ιταλία), και από εκεί πέρασμα στη Αυστρία και το Σάλτσμπουργκ. Όμως τα δελτία καιρού εδώ και μέρες ανέφεραν συνεχόμενα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα στους Δολομίτες. Εμείς όμως έπρεπε να φτάσουμε στην Αυστρία.
Το νέο πρόγραμμα πλέον έλεγε μέσα από ορεινά Ελβετικά περάσματα μέχρι το Κόμο, και από εκεί κάνοντας μια "καμπύλη" να περάσουμε νοτιότερα έξω από Μπέργκαμο, Βενετία και όσο προλάβουμε να φτάσουμε προς την νότια Αυστρία και το Βίλλαχ. Το σχέδιο φαινόταν ωραίο, ο καιρός θαυμάσιος, αλλά…
Σύντομα αφήσαμε την επαρχία και την πόλη Ιντερλάκεν κι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη κορυφή του περάσματος Γκρίμσελ (Grimsel pass 2.164m.). Αν και είχε κίνηση (αυτό μας θύμισε ότι ήταν Κυριακή με καλό καιρό…), ο ρυθμός όλο και ανέβαινε καθώς οι καλοσχηματισμένες φουρκέτες και η καλή άσφαλτος ήταν πραγματική πρόκληση. Πλέον όλο και περισσότερα σπορ οχήματα, και κυρίως μοτοσικλέτες με μοναχικούς αναβάτες μας προσπέρναγαν με κατεύθυνση ψηλά στο βουνό.
Φυσικά θα ήταν τελείως τρελό να προσπαθούσα να τους ακολουθήσω, αλλά η διασκέδαση υπήρχε. Άνοιγμα του γκαζιού στην έξοδο και με αρκετά χιλιόμετρα κοντά στην επερχόμενη στροφή. Λίγα φρένα και σταθερή επιλογή γραμμής στην είσοδο της στροφής, πλάγιασμα με ελαφρύ γκάζι που στη συνέχεια στην έξοδο γινόταν άγριο, και ο χορός γινόταν γοργός μέχρι που η μπότα έξυσε την άσφαλτο, ενώ και η Νάνσυ είχε αρχίσει να "ζορίζεται".
Αυτά τα "σημάδια" αλλά και το ότι η προσήλωση στη οδήγηση με έκαναν να χάνω το τοπίο, με έκαναν πάλι "ελβετό" με τους ντόπιους όμως να έχουν ξεχυθεί σε ένα ντελίριο οδηγικής ευχαρίστησης καθώς εδώ πάνω δύσκολα έφτανε ο νόμος. Κάποιες φορές δικύλινδρες, τετρακύλινδρες και με μποξερ μοτερ μοτοσυκλέτες, έξυναν αδιάντροπα μπροστά μας, πίσω μας, δίπλα μας με την περιοχή να "μυρίζει μπαρούτι".
Στη τεχνητή λίμνη Grimselsee
Υπήρχε ένταση στο περιβάλλον οπότε απομακρυνόμενοι από το βουητό του δρόμου διαλέξαμε μια κατάφυτη "γωνιά" δίπλα στη τεχνητή λίμνη Grimselsee. Βρίσκεται στα 1.908μ. και με όγκο 95 εκ. κυβικών μέτρων είναι από τους μεγαλύτερους υδροηλεκτρικούς ταμιευτήρες της χώρας. Για κάμποση ώρα απολαύσαμε το τοπίο με το βουνό Brunberg 3.864 μ. να γεμίζει τον ορίζοντα καθορίζοντας και τα βόρεια όρια της λίμνης.
Σχεδόν αμέσως μετά, αφού περάσαμε ακόμα 3-4 κλειστές στροφές με έντονη ανηφόρα, φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής (2.164μ.) όπου υπάρχει ακόμα μια λίμνη, η Totensee, αλλά και κάποια κτήρια των οποίων τα γεμάτα πάρκινγκ δήλωναν το πλήθος του κόσμου που είχε βρεθεί εδώ πάνω.
Δεν αναρωτηθήκαμε καθόλου, προσπεράσαμε και συνεχίσαμε έως ότου το σύντομο κομμάτι ευθύ δρόμου της "κορυφής", έδωσε στη θέση του σε μια απίστευτη έως τρομακτική κατηφόρα.
Απειλητικές φουρκέτες μας περίμεναν με τη σωστή χρήση των φρένων να είναι εκ των ων ουκ άνευ αν θέλαμε να φτάσουμε χαμηλά, στο "βάθος" της διαδρομής όπου πέρναγαν τα νερά του Ροδανού ποταμού. Εκεί υπήρχε διακλάδωση η οποία αριστερά οδηγούσε σε ακόμα ένα δημοφιλές πέρασμα το Φούρκα (Furka pass 2.429 μ.).
Ανηφορίζοντας κάποια σύννεφα εμφανίστηκαν, αλλά σύντομα βρεθήκαμε στο έρημο ξενοδοχείο Belvedere και στα σημεία όπου γυρίστηκαν σκηνές για την ταινία του Τζέιμς Μποντ "Goldfinger". Η ταινία μπορεί να έδωσε κάποια αίγλη στη περιοχή, αλλά το Belvedere θεωρείται σήμα κατατεθέν.
Αν και παραμένει βουβό, όσοι βρίσκονται εδώ πάνω σταματούν για να φωτογραφηθούν μαζί του, θυμίζοντας ότι ο παγετώνας του Ρήνου (Rhone Glacier), βρισκόταν κάποτε 200μ. από το ξενοδοχείο και ήταν η αφορμή για να κτιστεί. Όμως πλέον ο παγετώνας απέχει περίπου 1 χλμ. καθώς υποχωρεί μέχρι και 10 εκατοστά την ημέρα χάνοντας περίπου 40μ. το χρόνο.
Έτσι το σπήλαιο του παγετώνα απομακρύνεται όλο και πιο πολύ και μαζί του και οι επισκέπτες του Belvedere. Όμως αξίζει κάποιος να επισκεφθεί τον παγετώνα όσο είναι καιρός πριν εξαφανιστεί, καθώς συγκριτικά ακόμα και από το 2016 που είχα βρεθεί εδώ με φίλους ορειβάτες, η κατάστασή του σήμερα είναι δραματική. Σα να βλέπω κάποιο μακρινό φίλο να ψυχορραγεί.
Στόχος νότια, στη βόρεια Ιταλία
Η διαδρομή μετά το Belvedere συνέχιζε να είναι συναρπαστική καθώς όσο ανηφορίζαμε η θέα προς τις χιονισμένες κορυφές των Άλπεων και τα βαθιά φαράγγια γινόταν συγκλονιστική. Κάποια στιγμή ο δρόμος άρχισε να κατηφορίζει έντονα με τις νέες σφιχτές φουρκέτες να απαιτούν ξανά σωστή χρήση των φρένων, ενώ συχνά από το χάος των γκρεμών που έχασκαν δίπλα μας, μας προφύλασσαν μικρά τσιμεντένια κολωνάκια και δεν ήταν ότι καλύτερο.
Όλες αυτές στις ώρες παρακολουθούσα συχνά τα δελτία του καιρού καθώς δεν με καθησύχαζαν οι ηλιόλουστες ημέρες που μας βοήθησαν να περάσουμε από τα ψηλά περάσματα. Ανυπομονούσα να βρεθούμε στη διασταύρωση που οδηγεί νότια, ώστε να ξεφύγουμε από το κίνδυνο των καταιγίδων μέσα στα βουνά, κι αυτή ήρθε στο χωριό Hospental.
Ήξερα πια ότι μας μένουν ακόμα 150 χλμ. περίπου μέχρι το Κόμο και πήρα μια ανάσα ανακούφισης.
Πλέον είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν περάσαμε έξω από το Λουγκάνο και την ομώνυμη λίμνη του. Εκεί κάπου είχα αρχίσει να νιώθω και την έντονη αλλαγή των κλιματικών συνθηκών με την υγρασία, την ζέστη και τα κουνούπια να έχουν κάνει έντονα την εμφάνισή τους. Βράδυ πια στο κάμπινγκ του Κόμο η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία, μας έκαναν την διαμονή δύσκολη, αλλά μετά το γρήγορο ντουζάκι όλα καλά, όμως έξω από τα σλιπι μπαγκ, (μου φαίνεται πως τζάμπα έπεισα τη Νάνσυ για ισοθερμικά).
Προετοιμαστήκαμε για κρύο αλλά πετύχαμε καύσωνα
Όμως η επόμενη μέρα έδειξε από την αρχή τις ίδιες προθέσεις. Περίπου 8 η ώρα το πρωί και η θερμοκρασία κοντά στους 30, με τον ήλιο ήδη να καίει και το γρήγορο φόρτωμα στον ήσκιο ήταν επιτακτικό. Αναγκαστικά προσπέρασα τις παραινέσεις της Νάνσυς να πιούμε έστω ένα γρήγορο καφέ στη παραλία του Κόμο, ελπίζοντας να ξεφύγουμε από τον επερχόμενο καύσωνα.
Με γοργό ρυθμό περάσαμε έξω από το Μπέργκαμο, και σε "ανύποπτο" χρόνο από την Μπρέσκια, Βερόνα, και Βενετία με την ταχύτητα ταξιδιού να ήταν σταθερά 140-170 χλμ. Όμως από το πρωί που ξεκινήσαμε, η θερμοκρασία ανέβαινε συνεχώς και πλέον το θερμόμετρο έδειχνε το τρομακτικό 38 με 41 βαθμούς Κελσίου. Πού; Στις κοιλάδες της βόρειας Ιταλίας.
Μαζί με τη μηχανή είχα κι εγώ "ψηθεί" και δεν ήθελα να πιέζω άλλο την κατάσταση, καθώς όσο και να ανέβαζα ταχύτητα, ήταν πλέον φανερό ότι δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από το κύμα καύσωνα που μας χτυπούσε. Έτσι κάπου στην εθνική, λίγο μετά την Βενετία, παρκάρισα δεξιά σε ένα σταθμό ανεφοδιασμού, κι αφού φρόντισα η μηχανή να βρίσκεται σε κάποιο ήσκιο, χωθήκαμε στο εστιατόριο όπου για τις επόμενες ώρες τα παγωτά, νερά και κάποιο πρόχειρο φαγητό, ήταν η μόνη απασχόλησή μας.
Όταν κάποια στιγμή τόλμησα να ξεμυτίσω έξω, αν και μόλις είχε πέσει ο ήλιος, το σοκ του καύσωνα ήταν ακόμα δυνατό μετά τη δροσιά των κλιματιστικών. Όμως έπρεπε να συνεχίσουμε καθώς τα δελτία έλεγαν για επερχόμενες σφοδρές καταιγίδες στη περιοχή της Βενετίας.
Την στιγμή όμως που ετοιμαζόμουν να ανέβω στη σέλα, δέχτηκα ακόμα μια "επίθεση" φιλοφρονήσεων για την Suzuki από ένα νεαρό τον Μάριο, οποίος αφού κατέβηκε από την δική του μηχανή, άρχισε να φωνάζει σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, (κλασικός Ιταλός). "Oh my God It΄s amazing to see her alive for the first time in front of me…".
Ναι, ναι ευχαριστώ φίλε μου αλλά πρέπει να φύγουμε. Μετά από 450 χλμ., νύχτα τελικά φτάσαμε στην Ούντινε όπου μείναμε σε ένα ψηλοάθλιο ξενοδοχείο, αφού σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για Σάλτσμπουργκ. Κάποιο κραδασμό στο φρενάρισμα από μπροστά, αλλά και τον έλεγχο των λαδιών λόγω καύσωνα, τα άφησα για το πρωί.
Αυστρία και ο τόπος του Μότσαρτ
Τα σύνορα της Αυστρίας ήρθαν γρήγορα με τη διαδρομή προς το Σάλτσμπουργκ να είναι από τις ομορφότερες που μπορεί να συναντήσει κάποιος σε εθνικό δίκτυο. Η βλάστηση, τα πολλά τούνελ που περνούν μέσα από κατάφυτα βουνά, τα ποτάμια οι γέφυρες, τα χωριά που ξεπετάγονται δεξιά αριστερά του δρόμου, οι παρατεταμένες ανοιχτές στροφές που επιτρέπουν μεγάλες ταχύτητες σε κάνουν να νιώθεις ευχάριστα που οδηγείς εκεί, κι αν δεν υπήρχαν και τα βαριά σύννεφα που μας ακολουθούσαν από την Ιταλία θα ήταν όλα τέλεια.
Η μηχανή με επιπλέον 500cc λαδιού στον κινητήρα της τα οποία προφανώς έκαψε λόγω του καύσωνα, γουργούριζε καθησυχαστικά αλλά παρέμενε το τρέμουλο στο μπροστινό φρένο.
Δεν ήταν όμως κάτι άμεσα ανησυχητικό καθώς μάλλον εξ αιτίας των μεγάλων θερμοκρασιών της προηγούμενης μέρας, κάποιο πριτσίνι "κόλλησε" σε τέτοια θέση ώστε ο ένας δίσκος έχασε την πλευστική του ιδιότητα (floating).
Μάλλον αυτός ο νταλικέρης που μέσα στο καύσωνα άλλαξε ξαφνικά δύο λουρίδες και έφερε την αναστάτωση στον τριών λουρίδων δρόμο και τα βίαια φρένα από όλους μας, ήταν ο υπεύθυνος. Ας είναι…
Το Βίλλαχ (Villach) πέρασε γρήγορα και το αγαπημένο Σάλτσμπουργκ είναι γεγονός. Εκεί περάσαμε και λίγες μέρες μαζί με τους φίλους Γρηγόρη και Δήμητρα οι οποίοι ταξίδευαν με μηχανή (Buell 1200), αλλά έφυγαν νωρίτερα για Αθήνα. Οι βόλτες στη πόλη, το κάστρο, στις πλατείες όπου ακούγεται ο Μότσαρτ είναι ότι καλύτερο μπορεί να κάνει κανείς.
Όμως υπάρχει και ένα "κρυφό" χαρτί που λέγεται Χάλσταττ. Το χωριό το είχα "ανακαλύψει" το μακρινό 1993 κι από τότε δεν είχα καταφέρει να το επισκεφθώ ξανά. Βρίσκεται 80 χιλιόμετρα από τη πόλη στις απότομες όχθες της ομώνυμης λίμνης βαθιά στις Αυστριακές Άλπεις, κι αν δεν το είχαν ανακαλύψει με την έκρηξη των social media, θα παρέμενε ένα γραφικό, ήσυχο χωριό. Όμως πια αντιμετωπίζει πρόβλημα υπερτουρισμού και ο δρόμος που πλέον οδηγεί περιφερειακά του οικισμού, λίγο βοηθάει.
Οι κάτοικοι έχουν ανεβάσει πανό που ζητούν να κάνουν ησυχία οι επισκέπτες γιατί αυτοί "συνεχίζουν να ζουν εκεί". Τουλάχιστον τελευταία κατάφεραν μετά τις 5 το απόγευμα να μη φτάνουν τουριστικά λεωφορεία, αλλά νομίζω ότι για το χωριό-μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, η τύχη του πια έχει κριθεί.
Είναι αδύνατον να μην πεις σε κάποιον να το επισκεφθεί καθώς το μαγικό τοπίο που δημιουργούν τα βουνά και τα πολύχρωμα σπιτάκια που καθρεφτίζονται στα νερά της λίμνης, θα το θυμάσαι για πάντα.
Απρόσμενη επιστροφή
Υπολογίζαμε να μείνουμε ακόμα 2-3 ημέρες στο Σάλτσμπουργκ, αλλά πάλι τα δελτία μιλούσαν για καταιγίδες και επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα και καθώς ήδη ένα βράδυ νομίζαμε πως το νερό κάτω από την σκηνή θα μας πήγαινε στο ποτάμι, αλλαγή στο πρόγραμμα και αναχώρηση για Ιταλία.
Αν και ξεκινήσαμε νωρίς, η βροχή μας πρόλαβε έξω από την πόλη. Με νότια κατεύθυνση όμως ξεφύγαμε γρήγορα αλλά όχι και από τα βαριά σύννεφα που μας ακολουθούσαν μέχρι να βγούμε από την Αυστρία. Έξω από την Βενετία κάποιες σταγόνες δεν έδειχναν απειλητικές οπότε συνεχίσαμε απρόσκοπτα για ακόμα πιο νότια.
Είχα το νου μου στη Νάνσυ αλλά έδειχνε να αντέχει οπότε χωρίς ουσιαστική στάση η Πάντοβα και η Φεράρα έγιναν σύντομα παρελθόν. Έχει πια νυχτώσει και σε ένα ανεφοδιασμό βενζίνης διαπιστώνω ότι στη Νάνσυ έχει ξυπνήσει η ψυχολογία του πρωταθλητή και δείχνει πανέτοιμη και μέχρι τη Ρώμη να την πάω. Τελικά μετά από 650 περίπου χιλιόμετρα και ψιλόβροχο σε διάφορα σημεία της διαδρομής, κατά τα μεσάνυχτα μπήκαμε στο πάρκινγκ του "γνωστού μας" ξενοδοχείου στη Μπολόνια.
Οι τρεις ημέρες που είχαμε στη διάθεσή μας αξιοποιήθηκαν ώστε να γνωρίσουμε την πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα πόλη και πλέον η διαδρομή μέχρι την Ανκόνα, είχε διαδικαστικό χαρακτήρα.
Η επανείσοδος μετά από 20 ημέρες και 4.000χλμ. περίπου στη χώρα μας, πραγματικά είναι άλλη ιστορία. Οι απανταχού ανεμογεννήτριες, και η οδηγική συμπεριφορά που όλοι γνωρίζουμε, του κάνω ότι θέλω, όπως θέλω, όπου θέλω δεν θα τα περιγράψω. Καλά ταξίδια να έχετε.