
Ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Renault, Luca de Meo, αρχιτέκτονας της στρατηγικής ανάκαμψης που μετέτρεψε ζημίες δισεκατομμυρίων σε ρεκόρ κερδών, αποχωρεί από τη θέση του στις 15 Ιουλίου, έπειτα από πέντε χρόνια στην ηγεσία της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Όπως ανακοίνωσε η εταιρεία στις 15 Ιουνίου, ο de Meo πρόκειται να αναλάβει "νέες προκλήσεις εκτός του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας".

Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Le Figaro, ο Ιταλός μάνατζερ θα αναλάβει διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Kering, ιδιοκτησίας του δισεκατομμυριούχου Francois-Henri Pinault.
Η κίνηση αυτή συνοδεύεται από τον διαχωρισμό των ρόλων προέδρου και CEO στον όμιλο Kering, ο οποίος περιλαμβάνει εμβληματικά brands όπως Gucci, Yves-Saint Laurent και Balenciaga. Ούτε η Renault ούτε η Kering προχώρησαν σε άμεση τοποθέτηση.
Η διοίκηση της Renault έχει ήδη ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαδοχής, βασισμένη σε "προκαθορισμένο σχέδιο", χωρίς να έχουν ανακοινωθεί ακόμη λεπτομέρειες. Ο πρόεδρος του Ομίλου Renault, Jean-Dominique Senard, επεσήμανε πως υπό την ηγεσία του de Meo, "η εταιρεία επανήλθε σε στέρεες βάσεις, παρουσίασε ισχυρή γκάμα προϊόντων και επέστρεψε στην ανάπτυξη".
Ο 58χρονος de Meo δήλωσε πως αφήνει πίσω του "μια μεταμορφωμένη εταιρεία" και πως είναι έτοιμος να μεταφέρει την εμπειρία του σε νέους τομείς. "Έρχεται μια στιγμή στη ζωή, όπου γνωρίζεις πως η δουλειά έχει ολοκληρωθεί. Στη Renault αντιμετωπίσαμε τεράστιες προκλήσεις και σε λιγότερα από πέντε χρόνια πετύχαμε αυτό που πολλοί θεωρούσαν αδύνατο".

Το σοκ Ghosn και το σχέδιο "Renaulution"
Ο de Meo ανέλαβε τα ηνία της Renault τον Ιούλιο του 2020, έπειτα από μια περίοδο έντονων αναταράξεων που ξεκίνησαν με τη σύλληψη του τότε CEO, Carlos Ghosn, στο Τόκιο το 2018. Η υπόθεση Ghosn και η πτώση της ζήτησης σε βασικές αγορές, είχαν οδηγήσει τη Renault σε βαθιά κρίση.
Ο Ιταλός μάνατζερ, ο οποίος είχε προηγουμένως οδηγήσει τη Seat σε ιστορικά υψηλά νούμερα πωλήσεων δημιουργώντας παράλληλα και την Cupra, επέστρεψε στη Renault, όπου είχε ξεκινήσει την καριέρα του το 1992. Ενδιάμεσα είχε περάσει από κορυφαίες θέσεις σε Toyota, Fiat και VW Group.

Όταν ανέλαβε, η Renault κατέγραφε ζημίες €7,3 δισ. για το πρώτο εξάμηνο του 2020. Ο de Meo προχώρησε σε ταχύ ανασχεδιασμό της γκάμας, ακυρώνοντας μοντέλα και επισπεύδοντας την ανάπτυξη του αμιγώς ηλεκτρικού Renault 5. Με το σχέδιο "Renaulution", εισήγαγε μια στρατηγική με έμφαση στην αξία και την κερδοφορία, αντί για τον όγκο πωλήσεων.
Ανάμεσα στις κινήσεις του, περιλαμβάνονται:
-Μείωση χρόνου και κόστους ανάπτυξης νέων μοντέλων έως και 40%.
-Διεύρυνση της γκάμας της Alpine με ηλεκτρικά μοντέλα.
-Αναδιοργάνωση των διεθνών δραστηριοτήτων, με έμφαση στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή.
Η απώλεια της ρωσικής αγοράς μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, ματαίωσε την ενοποίηση των Dacia και Lada, ωστόσο η Dacia παρέμεινε η μάρκα του ομίλου με τη μεγαλύτερη κερδοφορία.

Επιστροφή στην κερδοφορία
Το 2021, η Renault επέστρεψε στην κερδοφορία. Μέχρι το 2024, η εταιρεία σημείωσε λειτουργικά κέρδη ρεκόρ ύψους €4,3 δισ., με περιθώριο λειτουργικού κέρδους 7,6%, ξεπερνώντας τον στόχο που είχε τεθεί.
Ήταν μάλιστα μία από τις ελάχιστες αυτοκινητοβιομηχανίες παγκοσμίως που δεν εξέδωσαν προειδοποίηση για μείωση κερδών, σε μια χρονιά που η ζήτηση είχε υποχωρήσει σημαντικά.
Ο de Meo αφήνει τη Renault σε μια φάση πλήρους ανανέωσης της γκάμας της, με μοντέλα όπως τα Renault 5 και 4, το νέο Scenic E-Tech, τα Dacia Duster και Bigster, καθώς και το κορυφαίο Alpine A390.
Η παρακαταθήκη του περιλαμβάνει τη σταθεροποίηση της Renault, την ανανέωση της ταυτότητάς της και την τοποθέτησή της ως ηγετικής δύναμης στην ευρωπαϊκή μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση. Το μέλλον της εταιρείας περνά πλέον σε νέα χέρια, με τις προσδοκίες να είναι εξίσου υψηλές.