Καταρχήν πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι ταξιδιώτης μοτοσικλέτας παλιάς κοπής, δηλαδή προέρχομαι από μία εποχή που όταν ταξίδευες πήγαινες και λίγο στα τυφλά, ρωτώντας κάποιες φορές ή βλέποντας από μακριά κάποιο ενδιαφέρον τοπίο. Μετά από καιρό ήρθαν οι οδηγοί Lonely Planet αλλά φυσικά και αυτοί δεν περιείχαν τα πάντα.
Κείμενο-Φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος
Θυμάμαι ότι πήγα στο εντυπωσιακό μνημείο στο όρος Νεμρούτ απλά γιατί το είδα σε καρτ-ποστάλ κάπου στην Τουρκία. Είναι νομίζω η χαρά της εξερεύνησης που σου στερεί η εύκολη πληροφορία στο διαδίκτυο, ενώ παράλληλα κάνει το μέρος τόσο γνωστό που πολλές φορές μαζεύεται πολύς κόσμος. Όπως στο Transfagarasan που μπορείτε να διαβάσετε στο τεύχος Top Gear Οκτωβρίου.
Οπότε δεν είναι λίγες φορές που αφήνω το ένστικτό μου να με οδηγήσει σε ένα ταξίδι, όπως έγινε αυτό το καλοκαίρι, που είδα απλά μια φωτογραφία του φαραγγιού Γκράντετς,στην νότια Αλβανία, και είπα ότι αξίζει να το επισκεφτώ.
Έτσι όταν κάποια στιγμή αρχές Αυγούστου έκανα τις ειδικές του rally Acropolis για να βρω τα καλύτερα σημεία απ’ όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τον αγώνα βρήκα την ευκαιρία να πεταχτώ βόρεια, και μετά την απαραίτητη στάση στην πιτσαρία IL PAZZO στα Ιωάννινα για την αγαπημένη μου πίτσα με μανιτάρια και κρέμα μαύρης τρούφας (δεν είμαι ο Πετρετζίκης αλλά την προτείνω ανεπιφύλακτα), κατέληξα λίγο έξω από την Κόνιτσα, να κοιμάμαι κάτω από τα αστέρια.
Είσοδος από τη Μέρτζανη
Νωρίς το πρωί πέρασα στην Αλβανία από το μικρό συνοριακό φυλάκιο της Μέρτζανης που έχει μηδαμινή κίνηση και έτσι γρήγορα βρέθηκα στο δρόμο για Πρεμετή. Μια επίσκεψη στο χωριό Βλαχοψηλοτέρα, ακριβώς δίπλα στον Αώο και μία παράκαμψη για να δω το φαράγγι Langarica (και στις δύο αυτές τοποθεσίες απλά ακολούθησα το ένστικτο και τις πινακίδες) είναι η απόδειξη ότι εάν θέλεις να δεις το αληθινό κομμάτι της γειτονικής χώρας πρέπει "χαθείς" στους μικρούς δρόμους, όπως άλλωστε ισχύει σε κάθε μέρος.
Στην είσοδο του φαραγγιού Langarica υπάρχει ένα ωραίο πέτρινο τοξωτό γεφύρι ενώ παντού βρίσκεις πρόχειρες μικρές πισίνες καθώς σε πολλά σημεία αναβλύζουν ιαματικά νερά. Πριν επιστρέψω στον κεντρικό δρόμο κάπου ψηλά διέκρινα ένα μικρό χωριό και φυσικά ακολούθησα τον ανηφορικό κακοτράχαλο δρόμο για να φτάσω στο συγκεκριμένο οικισμό που δεν απαριθμεί περισσότερα από δέκα σπίτια, χτισμένα όλα από πέτρα ενώ υπάρχει και μια πανέμορφη μεγάλη εκκλησία -από πέτρα και αυτή- τα Εισόδια της Θεοτόκου αλλά δυστυχώς με τις πόρτες κλειστές.
Θα φτάσω μεσημέρι στην Πρεμετή και θα σταματήσω στο μικρό εστιατόριο στην είσοδο της πόλης, μια στάση που είχα κάνει και πέρσι, όχι μόνο για φαγητό αλλά και για τη σύνδεση στο ιντερνέτ.
Με κατεύθυνση τη πόλη Corovoda
Μέχρι να έρθει ο πατσάς και η αγγουροντομάτα σαλάτα – κόστος μόλις πέντε ευρώ - έχω βρει στο google maps τη διαδρομή για την πόλη Corovoda (Τσοροβόντα ή Σκαπάρ) που βρίσκεται το φαράγγι που θέλω να επισκεφτώ και οι οδηγίες λένε ότι για τα 48 μόλις χιλιόμετρα θα χρειαστώ ΔΥΟ ώρες.
Και φυσικά πίστεψα ότι προφανώς o χρόνος που έδινε αφορούσε αυτοκίνητο, που σίγουρα είναι πιο αργό σε σχέση με μια μοτοσυκλέτα σε ένα επαρχιακό δρόμο, πόσο μάλλον σε ένα χωματόδρομο, καθώς τα μισά σχεδόν από τα 48 χιλιόμετρα είναι σε χώμα.
Μετά τη Πρεμετή στα 8,5 χιλιόμετρα η γυναικεία φωνή του google maps με πληροφορεί ότι πρέπει να ακολουθήσω το χωματόδρομο στα δεξιά κάτι που κάνω χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν όμως μετά από άλλα 7 χιλιόμετρα ομαλού χωματόδρομου μου λέει να ακολουθήσω το χωματόδρομο στα αριστερά μου σταματώ και αρχίζω να αμφιβάλω αν οι οδηγίες είναι τελικά σωστές.
Βλέπετε ο χωματόδρομος που μου πρότεινε να ακολουθήσω ήταν ένας στενός ανηφορικός δρόμος γεμάτος κυλιόμενες πέτρες που έμοιαζε ότι σπάνια τον χρησιμοποιούσε κάποιος. Από το δίλημμα τελικά θα με βγάλει διερχόμενο αυτοκίνητο ντόπιου που ήξερε λίγα ελληνικά και μου δήλωσε ότι ο συγκεκριμένος δρόμος ήταν ο σωστός.
Ξεκίνησα, για να πω την αλήθεια, κάπως κουμπωμένος, όχι για τις δυνατότητες του Aprilia Tuareg αλλά για το πόσο θα μπλέξω -για ακόμη μια φορά. Για αρκετά χιλιόμετρα ο δρόμος είναι ανηφορικός και χρησιμοποιώ μόνο τη 1η ή τη 2α στο κιβώτιο ενώ μακαρίζω τον εαυτό μου που επέλεξα να τοποθετήσω πριν το ταξίδι τα adventure χωμάτινα 60/40 της Shinko, έτσι το Tuareg δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα (παρεμπίπτοντος να αναφέρω ότι τα συγκεκριμένα ελαστικά έχουν εξαιρετικό κράτημα στην άσφαλτο παρά το χωμάτινο προσανατολισμό τους).
Το ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου έκανε πιο δύσκολη την προσπάθεια και εγώ μετρούσα χιλιόμετρο χιλιόμετρο την απόσταση που διάνυα. Η εμφάνιση ενός μικρού οικισμού στη διαδρομή που ακολουθούσα με έπεισε ότι βρισκόμουν στο σωστό δρόμο ενώ μερικά χιλιόμετρα αργότερα στην πηγή που σταμάτησα για να δροσιστώ μετά από λίγο σταμάτησε και ένα μικρό φορτηγό – που προς έκπληξή μου έκανε συχνά αυτή τη διαδρομή.
Ο οδηγός με τα λιγοστά ελληνικά του με πληροφόρησε και για το δρόμο, ότι δηλαδή φτιάχτηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου για να ενώσει το νότιο τμήμα της Αλβανίας (Πρεμετή και γύρω περιοχές) με την πόλη Corovoda, αλλά ο δρόμος αν και ήταν από τις βασικές οδικές αρτηρίες όχι μόνο παρέμεινε χωματόδρομος αλλά συνεχίζει να εξυπηρετεί ακόμα τη σύνδεση αυτών των δύο περιοχών.
Σήμερα δρόμοι σαν αυτόν αλλά και πολλοί άλλοι μικρότερης σημασίας χωματόδρομοι είναι το ιδανικό τερέν για τους Ευρωπαίους ταξιδιώτες, κάτι που πιστοποιεί και το γεγονός ότι παρότι τη δυσκολία του χωματόδρομου, πέρα από φορτηγάκι, συνάντησα δύο SUV με ξένες πινακίδες, δύο "χωμάτινα" motorhome αλλά και τρεις νεαρούς – για Γερμανούς τους έκοψα- που με ποδήλατα ακολουθούσαν την αντίθετη πορεία από μένα σπρώχνοντάς τα στην ανηφόρα κάτω από το λιοπύρι.
Τελικά, ο υπολογισμός του google maps δεν έπεσε και πολύ έξω και έτσι έφτασα στη Corovoda νωρίς το απόγευμα, όπου άφησα αποσκευές και όλα τα υπόλοιπα στο μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο Kalemi, πήρα τις δύο φωτογραφικές μηχανές -το drone… έμεινε σπίτι αν και σε κάτι τέτοιες τοποθεσίες είναι απαραίτητο αλλά ήθελα να έχω όσο το δυνατόν λιγότερες αποσκευές- πήγα στο φαράγγι που μια μικρή γεύση είχα πάρει καθοδόν για τη Corovoda.
Ο ποταμός Οσούμ και το φαράγγι Γκράντετς
Το φαράγγι Γκράντετς, που το διασχίζει ο ποταμός Οσούμ, άρχισε να σχηματίζεται πριν 2 εκατομμύρια περίπου χρόνια και η διάβρωση από το νερό έχει δημιουργήσει ένα βάθος που φθάνει τα εκατό μέτρα. Το γεγονός ότι είναι αρκετά στενό με κάθετες βραχώδεις πλευρές το κάνει ιδιαίτερα εντυπωσιακό και σίγουρα το drone θα βοηθούσε να αναδειχτεί περισσότερο αν και στις φωτογραφίες η μεγαλοπρέπεια ενός φαραγγιού ή μια πανύψηλης κορυφής δεν αποτυπώνεται καθώς λείπει η τρίτη διάσταση που θα έδινε τον "όγκο”.
Έτσι και αλλιώς τις καλύτερες φωτογραφίες τις βγάζει το ανθρώπινο μάτι και εγώ χορτασμένος από εικόνες επέστρεψα στη Corovoda όπου οι άνθρωποι στου ξενοδοχείου με προσκάλεσαν να καθίσω στο τραπέζι μαζί με τους συγγενείς τους που είχαν έρθει από την Ελλάδα για διακοπές, έτσι η νύχτα κύλησε συζητώντας για τα καλά και τα άσχημα στις χώρες μας – για να διαπιστώσω για μια ακόμα φορά πόσα κοινά έχουμε με τους γείτονές μας.
Την επομένη στην ερώτησή μου για μια εναλλακτική –και ίσως πιο εύκολη διαδρομή- η απάντηση ήταν "διακόσια πενήντα χιλιόμετρα ασφάλτου" οπότε προτίμησα να επιστρέψω από την ίδια ζόρικη χθεσινή διαδρομή που είναι όμως μόλις 85 χιλιόμετρα.
Ένας δρόμος μέσω Cepan, που κανονικά θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει τελειώσει -σας θυμίζει κάτι αυτό;- και που θα έκανε πιο εύκολη την συγκεκριμένη διαδρομή είναι ακόμα στα χαρτιά. Με βοήθεια τη πιο ευχάριστη θερμοκρασία του πρωινού αλλά και με τη γνώση το τι θα αντιμετωπίσω, κράτησα ένα σαφώς πιο γρήγορο ρυθμό με το Tuareg απλά να δείχνει ότι βρίσκεται στο στοιχείο του και ο χωματόδρομος τελείωσε σαφώς πιο γρήγορα, με μια στάση φυσικά στη γνωστή πηγή.
Πάλι στο μικρό εστιατόριο, στην Πρεμετή, για φαγητό όπου ο ιδιοκτήτης μου ψιλοέβαλε "χέρι" ότι το αναψυκτικό που παράγγειλα δεν ξεδιψά και μου έφερε μια μεγάλη κανάτα παγωμένο νερό (και όχι θέλεις δεν θέλεις εμφιαλωμένο που συναντάς σε πάρα πολλά φαγάδικα στην Ελλάδα) που δείχνει πόσα "αγνά” είναι τα πράγματα στην Αλβανία.
Και είναι αυτό το προς τα πίσω στο χρόνο ταξίδι και η αίσθηση της αγριότητας στα βουνά της που την έχει κάνει διάσημη μετά αυτών που θέλουν να ζήσουν την περιπέτεια. Ανάμεσά τους φυσικά και εγώ, που ενώ έχω γυρίσει αρκετά τα ελληνικά βουνά, την αίσθηση της απομόνωσης που νιώθω στην Αλβανία δεν μπορώ να την εξηγήσω.
Το πέρασμα στα σύνορα για ακόμα μια φορά εξαιρετικά γρήγορο και κατευθύνομαι προς τη Ρεντίνα Καρδίτσας όπου μετά από μία ακόμα διανυκτέρευση κάτω από τα αστέρια τα χωμάτινα ελαστικά της Shinko έχουν να πατήσουν στο χώμα της ειδικής "Ταρζάν", της "Δάφνης" και του "Οινοχωρίου" πριν την επιστροφή στην Αθήνα.