
Μπορεί ο Νοέμβριος του 2023 να είναι μακριά αλλά εμείς ακόμα δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι τότε θα εμφανιζόταν για λίγο η Ferrari 330 LM / 250 GTO by Scaglietti του 1962, η ακριβότερη Ferrari που υπάρχει -τότε είχε πουληθεί περίπου 48 εκατομμύρια ευρώ. Και δεν είναι μόνο ακριβή. Είναι μοναδική και έχει φοβερή ιστορία.
Μέχρι τα τέλη του 1961, η Ferrari είχε ξεκινήσει να αναπτύσσει ένα νέο αγωνιστικό μοντέλο για να διαδεχθεί το επιτυχημένο 250 GT SWB. Αν και η Berlinetta με το κοντό μεταξόνιο είχε κυριαρχήσει στην εποχή της, πλησίαζε πλέον τα όριά της, με πιο εμφανές πρόβλημα το όρθιο εμπρόσθιο τμήμα που εμπόδιζε το μοντέλο να ξεπεράσει τα 250 χλμ./ώρα.
Ταυτόχρονα, η CSI της FIA ανακοίνωσε νέους κανονισμούς για την αγωνιστική περίοδο του 1962, αντικαθιστώντας το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Σπορ Αυτοκινήτων με το νέο Διεθνές Πρωτάθλημα Κατασκευαστών, το οποίο θα βασιζόταν αποκλειστικά στους αγώνες παραγωγικών GT μοντέλων. Πρωτότυπα αγωνιστικά μεγαλύτερου κυβισμού θα επιτρέπονταν σε ορισμένους αγώνες, αλλά χωρίς να βαθμολογούνται.

Με την πλατφόρμα του 250 GT να έχει ήδη ομολογκαριστεί πλήρως ύστερα από έξι χρόνια αγώνων και παραγωγής, ήταν η προφανής επιλογή για τη Ferrari. Ο κορυφαίος μηχανικός Giotto Bizzarrini ανέλαβε την περαιτέρω εξέλιξη της berlinetta, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του στη βελτίωση του αμαξώματος μέσω αεροδυναμικών δοκιμών στο αεροδυναμικό τούνελ του Πανεπιστημίου της Πίζας και στην πίστα της Monza.

Η παρουσίαση του 250 GTO σε συνέντευξη Τύπου τον Φεβρουάριο του 1962 ήταν εντυπωσιακή. Το αυτοκίνητο διέθετε τον τελευταίο εξελιγμένο κινητήρα Colombo V12 3 λίτρων, ρυθμισμένο για αγώνες με ξηρό κάρτερ και εξοπλισμένο με έξι διπλά καρμπυρατέρ Weber, αποδίδοντας 300 ίππους – χαρακτηριστικά αντίστοιχα με εκείνα του Testa Rossa.

Το νέο πλαίσιο τύπου 539/62 εισήγαγε αρκετές τεχνολογικές καινοτομίες: ελαφρύτερους σωλήνες στο πλαίσιο, νέο συγχρονισμένο κιβώτιο 5 σχέσεων και πίσω ανάρτηση με σκληρότερα ελατήρια και σύνδεσμο τύπου Watts για βελτιωμένη σταθερότητα.
Ο κινητήρας τοποθετήθηκε χαμηλότερα απ’ ό,τι στο SWB, επιτυγχάνοντας χαμηλότερο κέντρο βάρους και καλύτερη οδική συμπεριφορά. Το νέο μοντέλο ήταν μακρύτερο, χαμηλότερο και περίπου 110 κιλά ελαφρύτερο.

Καθώς η Scuderia Ferrari επικεντρωνόταν αλλού, το 250 GTO δόθηκε κυρίως σε ιδιώτες, όπως οι Maranello Concessionaires και η North American Racing Team του Luigi Chinetti. Πολύ γρήγορα απέδειξε την αξία του: το δεύτερο αυτοκίνητο που κατασκευάστηκε (πλαίσιο 3387 GT) τερμάτισε πρώτο στην κατηγορία και δεύτερο γενικής στο 12ωρο Sebring του 1962, με οδηγούς τους Phil Hill και Olivier Gendebien.

Ακολούθησε μια περίοδος κυριαρχίας που διήρκεσε ως και το 1964, καθιστώντας το 250 GTO ένα από τα πιο επιτυχημένα αγωνιστικά μοντέλα όλων των εποχών.
Νέοι Κανονισμοί και το 4λιτρο GTO
Παράλληλα, στο Le Mans υπήρχαν διαφοροποιήσεις. Παρότι η FIA προόριζε μόνο GT μοντέλα, οι διοργανωτές του Le Mans παρέμειναν προσηλωμένοι στο όραμα των πρωτότυπων. Έτσι, για το 1962 θεσπίστηκε κατηγορία 4 λίτρων, με στόχο την εξέλιξη αυτοκινήτων που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μοντέλα παραγωγής.

Το Sebring, η Targa Florio και το Nürburgring υιοθέτησαν επίσης την κατηγορία. Αυτό ώθησε τους μηχανικούς της Ferrari να εξετάσουν την προοπτική ενσωμάτωσης ενός κινητήρα 4 λίτρων στο GTO -μια σκέψη που οδήγησε στη γέννηση της μοναδικής ιστορίας του σασί 3765.
Ένα και μοναδικό: το σασί 3765
Με μοναδική καταγωγή και αγωνιστική ιστορία υπό εργοστασιακή υποστήριξη, το GTO με αριθμό πλαισίου 3765 είναι το μόνο εργοστασιακό GTO που κατασκευάστηκε εξαρχής με κινητήρα 4 λίτρων. Ο κινητήρας βασίστηκε στην αρχιτεκτονική Colombo, με ξηρό κάρτερ, ειδικά καρμπυρατέρ και εκκεντροφόρους.

Όπως προκύπτει από τα εργοστασιακά δελτία κατασκευής και αναφορές του Rosso Corsa Consulting, ο κινητήρας 42 SA δοκιμάστηκε τον Μάιο του 1962 και εγκαταστάθηκε στο σασί 3765, το οποίο ήταν περίπου το 9ο χρονολογικά κατασκευασμένο αυτοκίνητο και 14ο από τα 34 με αμάξωμα τύπου 1962. Με χρώμα Rosso Cina, το αναβαθμισμένο GTO έκανε ντεμπούτο με τη Scuderia Ferrari στις 27 Μαΐου στο Nürburgring 1000 KM, όπου τερμάτισε πρώτο στην κατηγορία και δεύτερο γενικής, με οδηγούς τους Mike Parkes και Willy Mairesse.
Le Mans 1962
Στο Le Mans, το εργοστάσιο αντικατέστησε τον κινητήρα με τον 48 SA, εξοπλισμένο με έξι καρμπυρατέρ Weber 42 DCN και απόδοση περίπου 390 ίππων. Έγιναν μικρές αισθητικές τροποποιήσεις στο εμπρός μέρος, ενώ προστέθηκαν φώτα οδήγησης και νέα εισαγωγή στο καπό.

Η Ferrari δήλωσε τέσσερα αυτοκίνητα: δύο στην κατηγορία 4 λίτρων, μεταξύ αυτών το GTO 3765. Ο Parkes έκανε τον 4ο ταχύτερο χρόνο στις κατατακτήριες, αλλά στον αγώνα, ύστερα από έξοδο στην άμμο και παραμονή 30 λεπτών για εκσκαφή, το αυτοκίνητο υπερθερμάνθηκε στην 6η ώρα και εγκατέλειψε.
Από το Le Mans στη Σικελία
Μετά τη σεζόν, το αυτοκίνητο πωλήθηκε στον Pietro Ferraro, που το επανέφερε στο εργοστάσιο για μετατροπή σε κανονικές προδιαγραφές 250 GTO με κινητήρα 3 λίτρων (670/62E). Ο John Surtees έκανε το τεστ του αυτοκινήτου στη Modena. Ο Ferraro αγωνίστηκε με το GTO σε hillclimb στην Τεργέστη, τερματίζοντας 5ος, και αργότερα το πούλησε στον Ferdinando Latteri στη Σικελία.

Ο Latteri το έτρεξε στην Targa Florio (όπου εγκατέλειψε) αλλά σημείωσε τρεις νίκες και δύο δεύτερες θέσεις σε αγώνες ανάβασης, κερδίζοντας τη 2η θέση στο Πρωτάθλημα Αναβάσεων Σικελίας του 1965.
Η αμερικανική περίοδος
Το 1967 το αυτοκίνητο πέρασε στην Αμερική και μετά από διαδοχικούς ιδιοκτήτες, το 1974 αγοράστηκε από τον Fred Leydorf, πρόεδρο του FCA. Το 1985 πέρασε στον σημερινό του ιδιοκτήτη, ο οποίος το αποκατέστησε πλήρως και το παρουσίασε σε σημαντικά concours, κερδίζοντας πολλαπλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Best in Show στο Amelia Island το 2012.

Ως το μοναδικό εργοστασιακό GTO με αρχικό κινητήρα 4 λίτρων, το σασί 3765 έχει τεράστια ιστορική αξία. Με ιστορική συμμετοχή σε Le Mans και Nürburgring πρόκειται για μία από τις σπάνιες στιγμές που ο χρόνος συναντά την αιωνιότητα.