
Το 1989, η ιταλική εταιρεία παροχής ηλεκτρικών υπηρεσιών, ENEL, ανέθεσε στην θυγατρική της, CESI, μια εκτενή τριετή ερευνητική αποστολή με στόχο την ανάπτυξη λύσεων αποθήκευσης ενέργειας και πρωτότυπων ηλεκτρικών οχημάτων. Η έρευνα αυτή, οδήγησε τοι 1991 σε ένα νέο project, με κόστος 90 δισεκατομμύρια λιρέτες Ιταλίας.
Για ένα από τα τμήματα αυτού του project, η ENEL και η CESI συνεργάστηκαν με αρκετές ιταλικές εταιρείες, όπως οι Ansaldo, Oto Trasm, Savigliano, Ducati Energia και Lamborghini Engineering, για την ανάπτυξη ενός νέου, τεχνολογικά προηγμένου ηλεκτρικού αυτοκινήτου.

Το εκτιμώμενο κόστος εξέλιξής του ήταν 10 δισεκατομμύρια λιρέτες, το οποίο θα καλυπτόταν εν μέρει από τις εμπλεκόμενες εταιρείες. Στο συνολικό πρόγραμμα συμμετείχαν επίσης οι Fiat και Breda.
Μετά το 1991, ωστόσο, φαίνεται ότι μόνο η ENEL και η Lamborghini παρέμειναν ενεργές στο εγχείρημα, με το τμήμα μηχανικής της Lamborghini να αναλαμβάνει την κατασκευή του αμαξώματος.
Το ηλεκτρικό όχημα, που ήταν καινοτόμο και μοναδικό για την εποχή του, σχεδιάστηκε από τον Mauro Forghieri, διευθυντή της Lamborghini Engineering και πρώην επικεφαλής σχεδίασης του μοναδικού κινητήρα Formula 1 της Lamborghini, LE3512.
Το EV1 ή Ecovan, επρόκειτο να εξυπηρετήσει κυρίως αστικές μεταφορικές ανάγκες όπως ταξί, εταιρικούς στόλους και μεταφορές εμπορευμάτων, και είχε σχεδιαστεί ως ένα μικρό, πενταθέσιο van. Το αμάξωμά του ήταν κατασκευασμένο από συνθετικά υλικά (αφρό υαλοβάμβακα υπό πίεση, για ακαμψία, θερμομόνωση και ηχομόνωση) για μείωση του βάρους, φτάνοντας συνολικά τα 1.300 κιλά, συμπεριλαμβανομένων των επιβατών.

Το Ecovan προσέφερε αυξημένη ικανότητα μεταφοράς φορτίου, που κυμαινόταν από 500 έως 800 κιλά, ανάλογα με την μπαταρία. Οι μπαταρίες είχαν επίσης αντίκτυπο στην αυτονομία του οχήματος: με μπαταρίες μολύβδου, η αυτονομία ήταν περίπου 60 χιλιόμετρα, ενώ με μπαταρίες νατρίου, μπορούσε να φτάσει τα 120 χιλιόμετρα.
Υπό εξέλιξη βρισκόταν επίσης ένα σύστημα γρήγορης φόρτισης, αν και φαίνεται ότι το σχέδιο άλλαξε υπέρ ενός συστήματος ανταλλαγής μπαταριών, με τις μπαταρίες πιθανώς τύπου ψευδάργυρου, να χρησιμοποιούνται για μία μόνο φόρτιση.
Κατασκευάστηκαν 100 μονάδες
Η μέγιστη ταχύτητα του οχήματος ήταν περίπου 80-90 km/h, με την επιτάχυνση από 0-45 km/h να διαρκεί 12 δευτερόλεπτα. Τουλάχιστον 5 πρωτότυπα είχαν κατασκευαστεί από τη Lamborghini μέχρι το 1993, με 50 μονάδες να είναι προγραμματισμένες για αρχική δοκιμή σε διάφορες ιταλικές πόλεις.
Η επίσημη παρουσίαση του οχήματος ήταν προγραμματισμένη για το πρώτο εξάμηνο του 1994. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες πηγές, τουλάχιστον 100 μονάδες είχαν κατασκευαστεί και πωληθεί σε 10 ιταλικές πόλεις με τη βοήθεια του μεγάλου δικτύου διανομής EmilianAuto. Ωστόσο, η ακριβής τύχη του οχήματος παραμένει ασαφής.
Η Lamborghini, εν τω μεταξύ, βρισκόταν σε μία περίοδο χρηματοοικονομικών δυσκολιών και βρισκόταν σε διαδικασία πώλησης στην Chrysler. Παρά την ενθουσιώδη αρχική υποδοχή του έργου, φάνηκε ότι υπήρχαν προβλήματα απόδοσης και τελικά η παραγωγή του EV1 δεν συνεχίστηκε.
Το Ecovan πέρασε από πολλές δοκιμές, και επιβεβαιώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκε από κάποιους δήμους πριν σταματήσει το πρόγραμμα, ενώ κάποια Ecovan φέρεται να υπήρχαν ακόμα μέχρι το 2011.
Τα ερωτήματα που θα μείνουν αναπάντητα
Ερωτήματα ωστόσο που μένουν αναπάντητα, είναι αν το EV1 προοριζόταν για μαζική παραγωγή ή αν ήταν απλώς ένα πείραμα, καθώς και αν το συγκεκριμένο όχημα ήταν ένα μοντέλο που θα μπορούσε να μοιραστεί τον χώρο σε μια έκθεση της Lamborghini με μοντέλα όπως η θρυλική Diablo.
Και τέλος, θα μπορούσε η Lamborghini να είχε μετατραπεί σε ηλεκτρική αυτοκινητοβιομηχανία, κάτι ανάλογο με αυτό που είχε συμβεί στο παρελθόν με τα τρακτέρ; Αν το EV1 είχε αποτελέσει εμπορική επιτυχία, ίσως η Lamborghini να είχε μια τελείως διαφορετική πορεία στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία του Ecovan παραμένει μία ενδιαφέρουσα και ξεχασμένη πτυχή της ηλεκτρικής αυτοκίνησης και της ιταλικής βιομηχανίας, που τελικά ήταν καταδιακσμένη να παραμείνει στη σκιά της σφαίρας του θρύλου.