Η Audi AG έχει μια πολύ πλούσια όσο και πολυτάραχη ιστορία. Η παράδοση της στην κατασκευή αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
Οι τότε φίρμες: Audi και Horch που δραστηριοποιούνταν στην πόλη Zwickau της Σαξονίας, μαζί με την Wanderer στο Chemnitz και την DKW στο Zschopau εμπλούτισαν την αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας και συνέβαλαν στην ανάπτυξη των μηχανοκίνητων οχημάτων.
Αυτές οι τέσσερις εταιρείες ενώθηκαν το 1932 για να σχηματίσουν την Auto Union AG - τον δεύτερο μεγαλύτερο κατασκευαστή αυτοκινήτων στη Γερμανία όσον αφορά τον συνολικό όγκο παραγωγής.
Η νέα εταιρεία επέλεξε ως έμβλημα τους τέσσερις αλληλοσυνδεόμενους δακτυλίους, οι οποίοι ακόμη και σήμερα μας θυμίζουν τις τέσσερις εταιρείες που την ίδρυσαν.
Μετά τον πόλεμο
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοβιετική κατοχική δύναμη κατάσχεσε και αποσυναρμολόγησε τις εγκαταστάσεις παραγωγής της Auto Union AG στη Σαξονία. Τα ηγετικά στελέχη της εταιρείας μετακόμισαν στη Βαυαρία και το 1949 ίδρυσαν μια νέα εταιρεία, την Auto Union GmbH, η οποία συνέχισε την παράδοση που συνδέεται με το έμβλημα των τεσσάρων δακτυλίων.
Η νεοσύστατη εταιρεία ξεκίνησε την παραγωγή οχημάτων, κυρίως μοτοσυκλετών και βαν με την επωνυμία DKW, τα οποία γνώρισαν εμπορική επιτυχία κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης και της οικονομικής ανάκαμψης της Γερμανίας.
Μέσα από τη συνεργασία με τη Daimler-Benz και με την καθοριστική υποστήριξη της Volkswagen, η Auto Union κατάφερε να ανακάμψει και να χαράξει νέα πορεία – μέσα από τεχνικές και στρατηγικές αλλαγές που έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης Audi.
Καθώς ο πληθυσμός γινόταν πιο εύπορος, η ανάγκη των ανθρώπων για αυτοκίνητα αυξάνονταν ραγδαία. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, τα μοντέλα DKW – βασισμένα σε τεχνολογία προπολεμικής εποχής – θεωρούνταν πλέον ξεπερασμένα.
Η μακροχρόνια επιμονή στον δίχρονο κινητήρα οδήγησε σε πτωτική πορεία πωλήσεων. Tο DKW F102, παρά τον μοντέρνο σχεδιασμό του, έμεινε στα ράφια. Η Auto Union GmbH, με έδρα το Ίνγκολσταντ, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα κρίση.
H εταιρεία βίωνε παράλληλα σημαντικές αλλαγές στη μετοχική και λειτουργική της δομή. Η Daimler-Benz AG, η οποία είχε αποκτήσει την Auto Union το 1958, ξεκίνησε το 1964 τη σταδιακή μεταβίβαση των μετοχών της στην Volkswagenwerk AG.
Η νέα διοικητική προσέγγιση και η ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικής – μεταξύ άλλων μέσω της συναρμολόγησης 348.000 μονάδων Volkswagen 1200/1300 στο Ίνγκολσταντ την περίοδο 1965–1969 – συνέβαλαν καθοριστικά στην επιβίωση της Auto Union.
Σε εκείνη τη δύσκολη φάση, το Volkswagen Beetle αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για το εργοστάσιο και τους εργαζόμενους στο Ίνγκολσταντ, εξασφαλίζοντας κρίσιμη παραγωγική δραστηριότητα και πολύτιμη ρευστότητα.
Το πρώτο Audi της σύγχρονης εποχής
Εν τω μεταξύ, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 καθοριστική για την πορεία της Auto Union στάθηκε μια στρατηγική απόφαση της Daimler-Benz AG για την παραχώρηση ενός τετράχρονου κινητήρα στη θυγατρική της εταιρεία.
Παράλληλα, η Daimler έστειλε στο Ίνγκολσταντ τον μηχανικό Ludwig Kraus, ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία του τμήματος ανάπτυξης και εισήγαγε τον νέο κινητήρα σε μαζική παραγωγή.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα μοντέλο-ορόσημο: το πρώτο Audi με τετράχρονο κινητήρα, που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα της Auto Union. Το "νέο Audi” κυκλοφόρησε το 1965 – 25 χρόνια μετά το τελευταίο Audi 920 που κατασκευάστηκε στο Τσβίκαου το 1940 και 55 χρόνια μετά το πρώτο Audi στην ιστορία, το Type A 10/22 PS.
Το συγκεκριμένο μοντέλο, ονομαζόταν F103 και έγινε ευρύτερα γνωστό ως "Audi 72”. Ένα χρόνο αργότερα (1966) διατέθηκε και ως station wagon με την ονομασία "Variant", αξιοποιώντας την ορολογία της Volkswagen. Το F103 γνώρισε εντυπωσιακή επιτυχία καθώς εξελίχθηκε σε μια πλήρη οικογένεια οχημάτων, που παρέμεινε στην παραγωγή έως το 1972.
Διέθετε τετρακύλινδρο κινητήρα 1,7 λίτρων απόδοσης 72 ίππων - με λόγο συμπίεσης 11,2:1 – και είχε χαρακτηριστεί ως "κινητήρας μέσης πίεσης”, καθώς βρισκόταν ανάμεσα σε έναν τυπικό βενζινοκινητήρα και έναν πετρελαιοκινητήρα της εποχής.
Εκείνο το πρώτο Audi ήταν βασισμένο στο DKW F102, με διευρυμένο αμάξωμα κατά 10 εκατ. που είχε νέο σχεδιασμό με ορθογώνιους προβολείς και φαρδύτερη, μαύρη μάσκα.
Το χειροκίνητο κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων με επιλογέα στην κολόνα του τιμονιού ήταν στάνταρ, ενώ τα δισκόφρενα παρέμειναν εσωτερικά της μετάδοσης. Η απομάκρυνση από τον δίχρονο κινητήρα σηματοδότησε μια καθαρή τεχνολογική στροφή – μόνο τους πρώτους τρεις μήνες κατασκευάστηκαν 16.000 νέα Audi.
Κατά τη διάρκεια της επταετούς παραγωγής του, το F103 ανανεώθηκε με διακριτικές αλλά ουσιαστικές παρεμβάσεις. Το 1970, όλα τα μοντέλα απέκτησαν νέο ταμπλό, υαλοκαθαριστήρες παράλληλης κίνησης και δυνατότητα επιλογέα ταχυτήτων στην κεντρική κονσόλα (με επιπλέον κόστος).
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, η τάπα καυσίμου μεταφέρθηκε στο πίσω δεξιό πάνελ, ενώ τα πίσω φώτα σχεδιάστηκαν ώστε να ευθυγραμμίζονται με εκείνα του Audi 100 – του πρώτου μοντέλου της επιτυχημένης σειράς C.
Το F103 συνέχισε να παράγεται έως το καλοκαίρι του 1972, οπότε και παραδόθηκε η σκυτάλη στο ολοκαίνουργιο Audi 80. Το Audi 60, το πιο συμπαγές μοντέλο της οικογένειας, εξελίχθηκε στο πιο επιτυχημένο εμπορικά: από τα 416.852 οχήματα που κατασκευάστηκαν συνολικά, περισσότερα από 216.000 ήταν Audi 60 ή Audi 60 L.
Εν τω μεταξύ, το 1969, η Auto Union GmbH και η NSU συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν την Audi NSU Auto Union AG, η οποία από το 1985 είναι γνωστή ως Audi AG και έχει την έδρα της στο Ingolstadt. Οι τέσσερις δακτύλιοι παραμένουν μέχρι σήμερα το αναγνωριστικό σύμβολο της εταιρείας.