
Μια ματιά στον τιμοκατάλογο της Ferrari στη Μ. Βρετανία από την 1η Σεπτεμβρίου του 1978 είναι αρκετή για να μας θυμίσει πόσο μακρύ δρόμο έχουν διανύσει τα supercars τις τελευταίες δεκαετίες.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο σε επίπεδο επιδόσεων και τεχνολογίας, αλλά και σε τιμές και δυνατότητες εξατομίκευσης.
Το 1978, μια Ferrari 308 GTB κόστιζε συνολικά 16.499 λίρες, δηλαδή περίπου 19.300 ευρώ με βάση τη σημερινή ισοτιμία, ενώ η 308 GTS ανερχόταν στις 17.299 λίρες ή περίπου 20.200 ευρώ.

Και οι επιλογές προαρετικού εξοπλισμού; Μονοψήφιες. Air condition, μεταλλικό χρώμα, πιο φαρδιές ζάντες, εμπρός σπόιλερ, προβολείς ομίχλης και για τους πιο απαιτητικούς, ελαστικά Pirelli P7 με ζάντες 16 ιντσών.

Όλες οι υπόλοιπες "πολυτέλειες" της εποχής, όπως τα δερμάτινα καθίσματα και τα ηλεκτρικά παράθυρα, περιλαμβάνονταν στον βασικό εξοπλισμό.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, μια Ferrari 296 GTB, το plug-in υβριδικό supercar με κινητήρα V6 και 830 ίππους, ξεκινά από περίπου 315.000 ευρώ και μπορεί πολύ εύκολα να φτάσει ή να ξεπεράσει τις 400.000 ευρώ, με την προσθήκη έξτρα εξοπλισμού.
Κι όταν λέμε εξοπλισμό, δεν εννοούμε μόνο χρώμα αμαξώματος και ζάντες. Ειδικά τμήματα εξατομίκευσης όπως το Ferrari Tailor Made, επιτρέπουν στον αγοραστή να επιλέξει ανάμεσα από εκατοντάδες υλικά, ραφές, χρώματα, carbon λεπτομέρειες, ακόμα και να ενσωματώσει προσωπικά στοιχεία στον σχεδιασμό του αυτοκινήτου.
Η διαφορά είναι θεαματική. Από μια εποχή όπου οι επιλογές ήταν πρακτικά ελάχιστες, μόλις 5-6 στοιχεία έξτρα εξοπλισμού για ένα αυτοκίνητο με το σήμα της Ferrari, φτάσαμε στη σημερινή εποχή της απόλυτης εξατομίκευσης, όπου κάθε supercar μπορεί να είναι μοναδικό, όχι μόνο σε επιδόσεις, αλλά και σε χαρακτήρα.
Το βέβαιο είναι πως τα supercars δεν είναι πια απλώς "γρήγορα αυτοκίνητα", αλλά εξατομικευμένα έργα τέχνης, κομμένα και ραμμένα στα γούστα κάθε ιδιοκτήτη. Φυσικά με το ανάλογο κόστος. Και που κατά δήλωση των ίδιων των κατασκευαστών, αυτό είναι και το πεδίο που φέρνει την υψηλή κερδοφορία.